αρωματοπράτης

αρωματοπράτης
ἀρωματοπράτης, ο (Μ)
ο αρωματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -πράτης < (θ.) πρᾱ-, πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”